- βέλει
- βέλοςmissileneut nom/voc/acc dual (attic epic)βέλεϊ , βέλοςmissileneut dat sg (epic ionic)βέλοςmissileneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βέλε' — βέλεα , βέλος missile neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βέλει , βέλος missile neut nom/voc/acc dual (attic epic) βέλεϊ , βέλος missile neut dat sg (epic ionic) βέλει , βέλος missile neut dat sg βέλεε , βέλος missile neut nom/voc/acc dual (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ORPHEUS — ut sensit Myrleanus Asclepiades, Apollinis et Calliopes, unius Musarum, fil. fuit. Virg. in Pollione: Non me carminibus vincet nec Thracius Orpheus, Nec Linus; huic mater quamvis, atque huic pater adsit, Orphei Calliopea, Lino formosus Apollo.… … Hofmann J. Lexicon universale
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
καταστρώνω — (AM καταστρώννυμι, Μ και καταστρωννύω, Α και καταστρωννύω) 1. στρώνω κάτω, απλώνω κάτι στο έδαφος 2. καλύπτω, επικαλύπτω («τὸ πεδίον ἅπαν νεκρῶν κατεστρώθη», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. μτφ. (σχετικά με σχέδια, προγράμματα κ.λπ.) συντάσσω, καταρτίζω,… … Dictionary of Greek